- μοραλίστας
- ο1. ο ηθ(ικ)ολόγος και ηθικός φιλόσοφος, με μειωτική σημασία, δηλ. ο υποστηρικτής μονόπλευρου ηθικού δόγματος2. ο παρατηρητής τών τρόπων ζωής τού ανθρώπου, ο οποίος, χωρίς να προϋποθέτει δογματικές αρχές τού ηθικώς πράττειν, περιγράφει, υποβάλλοντάς τα ταυτόχρονα σε κριτική, τα διάφορα γεγονότα ψυχικής και κοινωνικής συμπεριφοράς κατά χώρες, εποχές και άτομα, επιδιώκοντας έτσι όχι μόνο την κατανόηση τής ηθικής συμπεριφοράς στον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά και τα απόκρυφα ελατήριά της.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moraliste (βλ. μοραλισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.